- μεγαλόστομος
- -η, -ο1. αυτός που έχει μεγάλο στόμα.2. μτφ., αυτός που λέει μεγάλα λόγια, που μιλάει με μεγαλοπρέπεια: Μεγαλόστομος αρχηγός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεγαλόστομος — with large mouth masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόστομος — η, ο (ΑM μεγαλόστομος, ον) αυτός που έχει μεγάλο στόμα νεοελλ. αυτός που χρησιμοποιεί πομπώδεις εκφράσεις, μεγαλορρήμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + στόμα (πρβλ. αυθαδό στομος)] … Dictionary of Greek
μεγαλοστομώτατον — μεγαλόστομος with large mouth masc acc superl sg μεγαλόστομος with large mouth neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοστόμου — μεγαλόστομος with large mouth masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοστόμους — μεγαλόστομος with large mouth masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόστομα — μεγαλόστομος with large mouth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόστομοι — μεγαλόστομος with large mouth masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διθυραμβώδης — ες (Α διθυραμβώδης) [διθύραμβος] 1. αυτός που μοιάζει με διθύραμβο 2. πομπώδης, μεγαλόστομος … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek
μεγαλοστομία — η (Α μεγαλοστομία) [μεγαλόστομος] μεγαλορρημοσύνη νεοελλ. 1. το να έχει κάποιος μεγάλο στόμα 2. το πομπώδες ύφος τού λόγου, κομπορρημοσύνη … Dictionary of Greek